- προβύω
- Α1. ωθώ κάτι προς τα έξω2. φρ. «προβύω λύχνον» — ωθώ προς τα έξω το φιτίλι τού λύχνου, ξεφιτιλίζω3. μτφ. (στην κωμωδία) λεγόταν για εκείνους που επιδιώκουν και προκαλούν τη γελοιοποίηση προσώπων αλλά και πραγμάτων («προβύειν φορτικὸν γέλωτα», Κωμ. Αδέσπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + βύω «κλείνω, αποφράσσω»].
Dictionary of Greek. 2013.